Για δέκα χρόνια, ανοίγω το κατάστημα της γειτονιάς στις 6 το πρωί. Εκείνη την ώρα ησυχάζει ο κόσμος, και ακούς αυτά που οι άνθρωποι δεν λένε — τον άντρα που κοιτάει τα δημητριακά που αγόραζε η γυναίκα του, την έφηβη που μετράει κέρματα, τη γυναίκα που προσποιείται ότι “παίρνει κάτι στα γρήγορα.” Αυτός όμως που σκέφτομαι πιο συχνά είναι ο κύριος Νίκος. Στα Ογδόντα, με καλοσιδερωμένο πουκάμισο και το ίδιο καρότσι που τρίζει, κάθε Τρίτη στις 7. Αγόραζε πάντα τα ίδια λίγα πράγματα: ψωμί, βούτυρο, ένα μήλο και καφέ. Μια μέρα ψιθύρισε: “Ψώνιζα για δύο. Περίεργο να το κάνω μόνος μετά από πενήντα χρόνια.” Τότε τον ρώτησα αν θέλει να με βοηθήσει να τακτοποιήσουμε τα αρτοσκευάσματα την επόμενη Τρίτη — “μόνο για δέκα λεπτά.” Γέλασε, αλλά ήρθε. Και συνέχισε να έρχεται. Ίσιωνε τις ετικέτες, γκρίνιαζε στο καρότσι που έτριζε και σιγά-σιγά έπαψε να είναι μόνος. Την περασμένη εβδομάδα, μου είπε: “Αυτό το μαγαζί με έσωσε. Δεν ήξερα πόσο χρειαζόμουν να ανήκω κάπου.” Και εγώ του απάντησα: “Χαιρόμαστε που είστε εδώ.” Η μοναξιά δεν φαίνεται πάντα ξεκάθαρα. Μπορεί να είναι ένα μισοάδειο καρότσι, ένα χαμόγελο που δεν φτάνει στα μάτια, ή κάποιος που περιπλανιέται λίγο παραπάνω. Μια κουβέντα ή μια απλή πρόσκληση μπορεί να αλλάξει μια μοναχική ζωή.




