Αγαπημένα αποσπάσματα από τα πρώτα 5 κεφάλαια του βιβλίου Ανάμεσα στη Βροχή και το Φως. Μαθαίνοντας να Νιώθει Ξανά Ευγνωμοσύνη. Ένα ταξίδι από το σκοτάδι προς το φως. Peter M. Haris 2025
Κεφάλαιο 1 – Η μέρα που σκοτείνιασε ο ουρανός. Ήταν πρωί του Οκτώβρη, η εποχή που το φως αρχίζει να χάνει το χρώμα του. Σήκωσα το μισό ρολό, έβαλα νερό για καφέ, και άφησα το ραδιόφωνο να ψιθυρίσει έναν παλιό σταθμό. Όλα όσα ήξερα να κάνω για να ξεκινήσει μια μέρα, κι όμως, η μέρα δεν ξεκίνησε. Το φλιτζάνι κράτησε τη ζεστασιά, αλλά όχι τη γεύση. Το στόμα θυμήθηκε την κίνηση, αλλά όχι την απόλαυση.
Κεφάλαιο 2 – Σιωπή. Τις πρώτες μέρες, η σιωπή ήρθε σαν χάρη. Έσβησε τους ήχους που με πονούσαν — ρολόγια, μηνύματα, ερωτήσεις. Δεν μιλούσα. Όχι από θυμό, αλλά από εξάντληση. Οι λέξεις ήθελαν δρόμο για να φτάσουν στο στόμα, κι εγώ είχα κλείσει την κυκλοφορία. Άρχισα να κρύβω τους καθρέφτες — δεν άντεχα να βλέπω το πρόσωπό μου να ρωτά “πού πήγες;”
Κεφάλαιο 3 – Το τηλεφώνημα. Το τηλέφωνο χτύπησε ένα απόγευμα Πέμπτης. Ήταν ένας απλός ήχος, μα έσπασε τη σιωπή μου σαν καθρέφτη. «Μάγδα; Είσαι εσύ;» Η φωνή του Μιχάλη — γνώριμη, ανθρώπινη. Δεν απάντησα αμέσως. Ύστερα ψιθύρισα: «Είμαι εδώ.» Σιωπή στην άλλη άκρη. Μα ήταν ζωντανή σιωπή — εκείνη που περιμένει, όχι που κρίνει. «Εδώ είναι αρκετό», είπε. Εκείνο το “εδώ” ρίζωσε μέσα μου.
Κεφάλαιο 4 – Το νοσοκομείο. Δεν θυμάμαι την άφιξη. Μόνο φώτα — λευκά, άγρυπνα, απρόσωπα. Ξύπνησα με μυρωδιά απολυμαντικού και μια φωνή να λέει: «Ξύπνησες, καλή μου. Όλα πήγαν καλά.» Ήταν η Ελένη, η νοσηλεύτρια. Το πρώτο πρόσωπο που με κοίταξε χωρίς να ζητήσει τίποτα. Κάποια μέρα ήρθε η μητέρα μου. Δεν μίλησε. Μου έπιασε το χέρι και έμεινε εκεί. Ήταν η πιο καθαρή φράση αγάπης χωρίς λόγια.«Το σώμα θυμάται πώς να γιατρεύεται», είπε η Ελένη. Κι εγώ τότε κατάλαβα πως και η ψυχή μπορεί να θυμηθεί πώς να συγχωρά.
Κεφάλαιο 5 – Η λίστα ευγνωμοσύνης. Η πρώτη μέρα στο σπίτι ήταν δύσκολη. Η σιωπή ξαναπήρε θέση στο σαλόνι, κι εγώ έπρεπε να με φροντίσω μόνη μου. Άνοιξα τα ρολά. Το φως μπήκε απρόσκλητο — κι όμως, το άφησα. Πήρα το τετράδιο και έγραψα στην πρώτη σελίδα: «Η Λίστα Ευγνωμοσύνης μου.» Είμαι ζωντανή. Η μητέρα μου. Η Ελένη. Ο Μιχάλης. Το γιασεμί που άντεξε. Κάθε μέρα πρόσθετα κάτι μικρό — το άρωμα του καφέ, το φως που αλλάζει στον τοίχο, το γέλιο ενός παιδιού στον δρόμο. Η ευγνωμοσύνη έγινε ρυθμός, σαν αναπνοή. Δεν σημαίνει ότι όλα είναι καλά. Σημαίνει ότι είμαι παρούσα για να δω το καλό, ακόμη και μέσα στο σκοτάδι. Και κάπως έτσι, έμαθα ξανά να ζω ανάμεσα στη βροχή και το φως.




